- σφιχτοκλειδώνω
- μετ. крепко запирать
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σφιχτοκλειδώνω — Ν κλειδώνω σφιχτά, κλειδώνω ασφαλώς («καλώς το σεντουκάκι μου το σφιχτοκλειδωμένο», δημ. τραγούδι). [ΕΤΥΜΟΛ. < σφιχτός + κλειδώνω] … Dictionary of Greek
σφιχτομανταλώνω — Ν σφιχτοκλειδώνω … Dictionary of Greek